φθαρτός

φθαρτός
φθαρ-τός, ή, όν,
A destructible, perishable, opp. ἀΐδιος, Id.APo.75b24, 85b18, Metaph.992b17, 1058b26, Ocell.1.4, Plu. 2.106d, S.E.M.9.141, etc.; gloss on θνητός, Sch.Theoc.24.171 (Antinoë Pap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φθαρτός — destructible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτός — ή, ό / φθαρτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φθαρτός (ανατ. φυσιολ.) η λειτουργική στιβάδα τού ενδομητρίου, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση τών ωοθηκικών ορμονών στην… …   Dictionary of Greek

  • φθαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί να φθαρεί (να καταστραφεί), αυτός που έχει μέσα του στοιχεία φθοράς: Το σώμα του ανθρώπου είναι φθαρτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθαρτά — φθαρτός destructible neut nom/voc/acc pl φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc/acc dual φθαρτά̱ , φθαρτός destructible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτότερον — φθαρτός destructible adverbial comp φθαρτός destructible masc acc comp sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτῶν — φθαρτός destructible fem gen pl φθαρτός destructible masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτόν — φθαρτός destructible masc acc sg φθαρτός destructible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταῖς — φθαρτός destructible fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρταί — φθαρτός destructible fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοῖς — φθαρτός destructible masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτοί — φθαρτός destructible masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”